- ακτινοθεραπεία
- η рентгенотерапия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακτινοθεραπεία — η χρησιμοποίηση ακτίνων Χ για θεραπευτικούς σκοπούς: Η ακτινοθεραπεία γίνεται κυρίως για τη νέκρωση καρκινικών όγκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοθεραπεία — Θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιεί τη βιολογική δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών, κυρίως των ακτίνων Χ. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η χρήση ακτίνων Χ ή ραδιενεργών ουσιών (όπως το ράδιο ή το κοβάλτιο 60) για τη θεραπεία μιας νόσου,… … Dictionary of Greek
διάμεση ακτινοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας του καρκίνου, με εισαγωγή ραδιενεργού υλικού μέσα ή γύρω από την καρκινική νεοπλασία … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινοθεραπευτής — ο γιατρός που εκτελεί ακτινοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + θεραπευτής, πρβλ. αγγλ. radiotherapeutis] … Dictionary of Greek
ακτινοθεραπευτικός — ή, ό ο σχετικός με την ακτινοθεραπεία το θηλ. ως ουσ. η ακτινοθεραπευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + θεραπευτικός, πρβλ. αγγλ. radiotherapeutic] … Dictionary of Greek
ακτινοπνευμονίτιδα — η συλλογή οροϊνώδους εξιδρώματος και κυττάρων στον διάμεσο κυρίως ιστό τών πνευμόνων, που παρουσιάζεται δύο έως τρεις συνήθως εβδομάδες ύστερα από ακτινοθεραπεία με ακτίνες Χ ή γ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακτίνα + πνευμονίτιδα] … Dictionary of Greek
δοσίμετρο — το όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η ποσότητα ακτινοβολίας σε άτομο ή μέλος τού σώματός του που υποβάλλεται σε ακτινοθεραπεία … Dictionary of Greek
ενδακτινοθεραπεία — η ακτινοθεραπεία παθήσεων τών βλεννογόνων διαφόρων κοιλοτήτων τού σώματος … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek